ὑπερείπω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερείπω''': [[ὑποσκάπτω]] καὶ [[ἀνατρέπω]], Πλούτ. 2. 71Β, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. - Παθ., ἀνατρέπομαι, ἀναποδογυρίζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 74, ἐν Ἀντων. 82. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄ ὑπήρῐπε. «κατηνέχθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 691.
|lstext='''ὑπερείπω''': [[ὑποσκάπτω]] καὶ [[ἀνατρέπω]], Πλούτ. 2. 71Β, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. - Παθ., ἀνατρέπομαι, ἀναποδογυρίζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 74, ἐν Ἀντων. 82. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄ ὑπήρῐπε. «κατηνέχθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 691.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερείψω, <i>ao.2</i> [[ὑπήριπον]], <i>etc.</i><br /><b>1</b> <i>tr.</i> miner <i>ou</i> saper en dessous ; <i>Pass.</i> être miné, s’écrouler;<br /><b>2</b> <i>intr. à l’ao.2</i> s’affaisser, s’écrouler.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐρείπω]].
}}
}}