φιλολογέω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλολογέω''': ἀγαπῶ τὴν μάθησιν καὶ τὰ γράμματα, [[σπουδάζω]] περὶ τοὺς συγγραφεῖς, Λατιν. studere, Πλούτ. 2. 133Β, Κάτων Νεώτ. 6. ― Παθ., τὰ φιλολογηθέντα, τὰ χρησιμεύσαντα ὡς [[ὑπόθεσις]] λόγου πλήρους μαθήσεως, Πλούτ. 2. 612Ε· ― ῥηματ. ἐπίθετ. φιλολογητέον, Κλήμ. Ἀλεξ. 219.
|lstext='''φῐλολογέω''': ἀγαπῶ τὴν μάθησιν καὶ τὰ γράμματα, [[σπουδάζω]] περὶ τοὺς συγγραφεῖς, Λατιν. studere, Πλούτ. 2. 133Β, Κάτων Νεώτ. 6. ― Παθ., τὰ φιλολογηθέντα, τὰ χρησιμεύσαντα ὡς [[ὑπόθεσις]] λόγου πλήρους μαθήσεως, Πλούτ. 2. 612Ε· ― ῥηματ. ἐπίθετ. φιλολογητέον, Κλήμ. Ἀλεξ. 219.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>litt.</i> aimer la parole, les discours, <i>particul.</i> la littérature <i>ou</i> l’érudition;<br /><b>2</b> s’occuper de littérature <i>ou</i> d’érudition, disserter <i>en gén.</i> : τὰ φιλολογηθέντα PLUT sujets de dissertation.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόλογος]].
}}
}}