3,241,389
edits
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκρέκω''': ἐπὶ ἐγχόρδων ὀργάνων, ἠρεμαίως ὑπηχῶ, [[ὑποτερετίζω]], ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν τῆς κιθάρας κρουμῶν, τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισι ὑποκρέκει, «συμφωνεῖ..., ὑπηχεῖ, προσέοικεν» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 9. 59. 2) μεταβ., ἐγὼ μὲν ὑπέκρεκόν τι τῶν Λυδίων, ἔκρουον [[ἠρέμα]], Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15, 2· ὁ [[κόλαξ]] ἀφ’ ἑνὸς διαγράμματος ἀεὶ τὸ ἡδὺ καὶ τὸ πρὸς [[χάριν]] εἰωθὼς ὑποκρέκειν Πλούτ. 2. 55D. | |lstext='''ὑποκρέκω''': ἐπὶ ἐγχόρδων ὀργάνων, ἠρεμαίως ὑπηχῶ, [[ὑποτερετίζω]], ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν τῆς κιθάρας κρουμῶν, τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισι ὑποκρέκει, «συμφωνεῖ..., ὑπηχεῖ, προσέοικεν» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 9. 59. 2) μεταβ., ἐγὼ μὲν ὑπέκρεκόν τι τῶν Λυδίων, ἔκρουον [[ἠρέμα]], Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15, 2· ὁ [[κόλαξ]] ἀφ’ ἑνὸς διαγράμματος ἀεὶ τὸ ἡδὺ καὶ τὸ πρὸς [[χάριν]] εἰωθὼς ὑποκρέκειν Πλούτ. 2. 55D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=résonner doucement <i>en parl. d’un instrument à cordes ; fig.</i> ἀεὶ τὸ ἡδὺ καὶ τὸ πρὸς χάριν ὑποκρέκειν PLUT ne faire entendre que des sons agréables et des paroles flatteuses.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κρέκω]]. | |||
}} | }} |