φύλαξ: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, καὶ ἡ, ἴδε κατωτ. ([[φυλάσσω]])· ― ὡς καὶ νῦν, ὁ φυλάττων, [[φρουρός]], Λατ. excubitor, Ὅμ. μόνον ἐν τῇ Ἰλ., ἀείποτε ὡς ἀρσ. καὶ ἐν τῷ πληθ., φύλακες ἄνδρες Ι. 477· ἡγεμόνες φυλάκων [[αὐτόθι]] 85, πρβλ. Κ. 58· ἀκολούθως [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. (ὁ Ἡρόδ. χρῆται ἀείποτε τῷ τύπῳ [[φύλακος]], ὁ, πλὴν ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), δωμάτων, χώρας φ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 914, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1418, κλπ.· φύλακα ἐφιστάναι τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 303· φ. νεὼς σῆς Σοφ. Φιλ. 543· δράκοντα μήλων φ. ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 1100, κ. ἀλλ.· φ. τοῦ τείχους Θουκ. 2. 78· φ. κατὰ πύλας Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 8· φύλακας καταστῆσαι Λυσίας 154. 38, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 4. 2, 5· οἱ φ., ἡ [[φρουρά]], Θουκ. 6. 100, Ξεν. κλπ., φύλακες τοῦ σώματος, σωματοφύλακες, Πλάτ. Πολ. 566Β· ἔχειν φύλακας περὶ αὑτὴν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 12, πρβλ. Κύρου Παιδ. 7. 5, 66· ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Πλάτ. Κρίτων 43Α· τῶν αἰχμαλώτων Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6, κλπ. ― λόχοι φύλακες, [[ἐφεδρεία]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 6. 3 (5), 9· ― ὡς θηλ. (πρβλ. [[φυλακίς]]), ἔστι κἀμοὶ κλῇς ἐπὶ γλώσσῃ φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 307, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 36, Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 355, Εὐρ. Ἀνδρ. 86, Τρῳ. 462, Πλάτ. Πολιτικ. 305C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32· οὕτω μεταφ., αἱ φλόγες καλοῦνται φύλακες Ἡφαίστου κύνες, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 7· καὶ ἡ [[τράπεζα]] τοῦ φιλοξενοῦντος λέγεται [[φύλαξ]], [[φύλαξ]] φιλίας Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 2. ΙΙ. [[κηδεμών]], προστάτης, [[φύλαξ]], [[ὑπερασπιστής]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 122, 251· κτεάνων Πινδ. Π. 8. 81· τοῦ παιδὸς Ἡρόδ. 1. 41· τῆς γυναικὸς Ξεν. Κύρου Παιδ. 6. 3, 14· τῆς πολιτείας Ἀνδοκ. 31. 12· τῆς ἀρχῆς Λυσίας 129. 4· τῶν νόμων Πλάτ. Νόμ. 966Β· τῆς εἰρήνης Ἰσοκρ. 77C· ― [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμ., λοχαγέτας πύλας ἐφ’ [[ἑπτά]], φύλακας Ἀργείου δορὸς Εὐρ. Φοίν. 1094. 2) ὁ τηρῶν, φυλάττων, ἐκτελεστής, τοῦ δόγματος Πλάτ. Πολ. 413C· τοῦ ἐπιταττομένου Ξεν. Κυνηγ. 12, 2. 3) ἐπὶ πραγμάτων, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, οἱ ἀγορανόμοι, Λυσίας 165. 54, πρβλ. Πλουτ. Νικ. 3.
|lstext='''φύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, καὶ ἡ, ἴδε κατωτ. ([[φυλάσσω]])· ― ὡς καὶ νῦν, ὁ φυλάττων, [[φρουρός]], Λατ. excubitor, Ὅμ. μόνον ἐν τῇ Ἰλ., ἀείποτε ὡς ἀρσ. καὶ ἐν τῷ πληθ., φύλακες ἄνδρες Ι. 477· ἡγεμόνες φυλάκων [[αὐτόθι]] 85, πρβλ. Κ. 58· ἀκολούθως [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. (ὁ Ἡρόδ. χρῆται ἀείποτε τῷ τύπῳ [[φύλακος]], ὁ, πλὴν ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), δωμάτων, χώρας φ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 914, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1418, κλπ.· φύλακα ἐφιστάναι τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 303· φ. νεὼς σῆς Σοφ. Φιλ. 543· δράκοντα μήλων φ. ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 1100, κ. ἀλλ.· φ. τοῦ τείχους Θουκ. 2. 78· φ. κατὰ πύλας Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 8· φύλακας καταστῆσαι Λυσίας 154. 38, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 4. 2, 5· οἱ φ., ἡ [[φρουρά]], Θουκ. 6. 100, Ξεν. κλπ., φύλακες τοῦ σώματος, σωματοφύλακες, Πλάτ. Πολ. 566Β· ἔχειν φύλακας περὶ αὑτὴν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 12, πρβλ. Κύρου Παιδ. 7. 5, 66· ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Πλάτ. Κρίτων 43Α· τῶν αἰχμαλώτων Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6, κλπ. ― λόχοι φύλακες, [[ἐφεδρεία]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 6. 3 (5), 9· ― ὡς θηλ. (πρβλ. [[φυλακίς]]), ἔστι κἀμοὶ κλῇς ἐπὶ γλώσσῃ φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 307, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 36, Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 355, Εὐρ. Ἀνδρ. 86, Τρῳ. 462, Πλάτ. Πολιτικ. 305C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32· οὕτω μεταφ., αἱ φλόγες καλοῦνται φύλακες Ἡφαίστου κύνες, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 7· καὶ ἡ [[τράπεζα]] τοῦ φιλοξενοῦντος λέγεται [[φύλαξ]], [[φύλαξ]] φιλίας Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 2. ΙΙ. [[κηδεμών]], προστάτης, [[φύλαξ]], [[ὑπερασπιστής]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 122, 251· κτεάνων Πινδ. Π. 8. 81· τοῦ παιδὸς Ἡρόδ. 1. 41· τῆς γυναικὸς Ξεν. Κύρου Παιδ. 6. 3, 14· τῆς πολιτείας Ἀνδοκ. 31. 12· τῆς ἀρχῆς Λυσίας 129. 4· τῶν νόμων Πλάτ. Νόμ. 966Β· τῆς εἰρήνης Ἰσοκρ. 77C· ― [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμ., λοχαγέτας πύλας ἐφ’ [[ἑπτά]], φύλακας Ἀργείου δορὸς Εὐρ. Φοίν. 1094. 2) ὁ τηρῶν, φυλάττων, ἐκτελεστής, τοῦ δόγματος Πλάτ. Πολ. 413C· τοῦ ἐπιταττομένου Ξεν. Κυνηγ. 12, 2. 3) ἐπὶ πραγμάτων, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, οἱ ἀγορανόμοι, Λυσίας 165. 54, πρβλ. Πλουτ. Νικ. 3.
}}
{{bailly
|btext=ακος;<br /><b>1</b> (ὁ) tout homme qui monte la garde, factionnaire, sentinelle, gardien ; φύλακες λόχοι XÉN corps auxiliaires destinés à aider la phalange, partout où il en était besoin ; <i>en gén.</i> les gardes d’une place de garnison ; gardes du corps, gardes d’un prince;<br /><b>2</b> (ὁ, ἡ) garde, gardien, gardienne <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' DELG malgré son ancienneté, reste inexpliqué.
}}
}}