3,274,155
edits
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῡχᾰγωγός''': -όν, ὁ ὁδηγῶν τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων εἰς τὸν [[κάτω]] κόσμον, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, ὡς τὸ [[ψυχοπομπός]], Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀνακαλῶν τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν διὰ μαγικῶν μέσων καὶ ἐρωτῶν αὐτάς, ὁ προκαλῶν τοὺς νεκροὺς εἰς ἐμφάνισιν, ψ. γόοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 687· ὡς οὐσιαστ., νεκρομάντις, Εὐρ. Ἄλκ. 1128, πρβλ. Πλούτ. 2. 560 F· οἱ ψ., [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλου. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[μάλιστα]] Ἀλεξανδρ, ὁ ἐμπορευόμενος τὰς ψυχὰς [[ἤτοι]] ζωὰς τῶν ἀνθρώπων, [[σωματέμπορος]], Κλήμ. Ἀλεξ. 340, Ἀν. Βεκ. 73. | |lstext='''ψῡχᾰγωγός''': -όν, ὁ ὁδηγῶν τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων εἰς τὸν [[κάτω]] κόσμον, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, ὡς τὸ [[ψυχοπομπός]], Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀνακαλῶν τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν διὰ μαγικῶν μέσων καὶ ἐρωτῶν αὐτάς, ὁ προκαλῶν τοὺς νεκροὺς εἰς ἐμφάνισιν, ψ. γόοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 687· ὡς οὐσιαστ., νεκρομάντις, Εὐρ. Ἄλκ. 1128, πρβλ. Πλούτ. 2. 560 F· οἱ ψ., [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλου. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[μάλιστα]] Ἀλεξανδρ, ὁ ἐμπορευόμενος τὰς ψυχὰς [[ἤτοι]] ζωὰς τῶν ἀνθρώπων, [[σωματέμπορος]], Κλήμ. Ἀλεξ. 340, Ἀν. Βεκ. 73. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui ramène les ombres des Enfers;<br /><b>2</b> qui évoque les ombres.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχή]], [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |