ψεδνός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψεδνός''': -ή, -όν, [[ἀραιός]], [[μαδαρός]], [[λάχνη]] Ἰλ. Β. 219· χαῖται Ἀνθ. Παλατ. 9. 430· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[φαλακρός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 25. 1· καὶ [[καθόλου]], [[ψιλός]], [[γυμνός]], γῆ Ἀριστείδ. 2. 349 πρβλ. [[ψιλός]], [[ψωλός]]· - περὶ τοῦ παρὰ Θεόγνιδ. χωρίου ἐν 122, ἴδε ἐν λ. [[ψυδνός]].
|lstext='''ψεδνός''': -ή, -όν, [[ἀραιός]], [[μαδαρός]], [[λάχνη]] Ἰλ. Β. 219· χαῖται Ἀνθ. Παλατ. 9. 430· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[φαλακρός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 25. 1· καὶ [[καθόλου]], [[ψιλός]], [[γυμνός]], γῆ Ἀριστείδ. 2. 349 πρβλ. [[ψιλός]], [[ψωλός]]· - περὶ τοῦ παρὰ Θεόγνιδ. χωρίου ἐν 122, ἴδε ἐν λ. [[ψυδνός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> rare, clairsemé <i>en parl. de cheveux, de poils</i>;<br /><b>2</b> chauve.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté pê à [[ψάω]].
}}
}}