χρυσόκαρπος: Difference between revisions

sl1
(6_18)
(sl1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦν καρπόν· - ὡς οὐσιαστ., [[κισσός]], Διοσκ. 2. 210· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀπουλήϊος ἔχει chry ocanthus.
|lstext='''χρῡσόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦν καρπόν· - ὡς οὐσιαστ., [[κισσός]], Διοσκ. 2. 210· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀπουλήϊος ἔχει chry ocanthus.
}}
{{Slater
|sltr=<b>χρῡσόκαρπος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[with]] [[golden]] [[fruit]] καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοις&gt; (supp. Wil.: χρυσέοις καρποῖς Boeckh: of the [[country]] of the [[blessed]] [[dead]]) Θρ. 7. 5.
}}
}}