ἐλαιόω: Difference between revisions

21
(6_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαιόω''': [[χρίω]] δι’ ἐλαίου, «λαδώνω», μόνον ἐν τῷ παθ., ἀλείφομαι μὲ [[ἔλαιον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 3· λαμπρύνομαι, Πινδ. Ἀποσπ. 274, Σοφ. Ἀποσπ. 556. ΙΙ. δρέπομαι τὸν καρπὸν τῆς ἐλαίας, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 146.
|lstext='''ἐλαιόω''': [[χρίω]] δι’ ἐλαίου, «λαδώνω», μόνον ἐν τῷ παθ., ἀλείφομαι μὲ [[ἔλαιον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 3· λαμπρύνομαι, Πινδ. Ἀποσπ. 274, Σοφ. Ἀποσπ. 556. ΙΙ. δρέπομαι τὸν καρπὸν τῆς ἐλαίας, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 146.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἐλαιόω]] med., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[oil]] [[oneself]] of athletes. Eustath. Il. 975. 48, ἠλαιοῦντο κατὰ Πίνδαρον fr. 305.
}}
}}