ἀναπολίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to ""
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπολίζω''': [[ἀναπολέω]], «ξαναοργώνω», ἐπὶ ἀγροῦ, μεταφ., ἢ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν Πινδ. Π. 6. 2.
|lstext='''ἀναπολίζω''': [[ἀναπολέω]], «ξαναοργώνω», ἐπὶ ἀγροῦ, μεταφ., ἢ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν Πινδ. Π. 6. 2.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀναπολίζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[cultivate]], [[plough]] met. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (P. 6.3) cf. ἀμπολέω.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀναπολίζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[cultivate]], [[plough]] met. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (P. 6.3) cf. ἀμπολέω.
}}
}}