ἄας: Difference between revisions

266 bytes added ,  21 August 2017
big3_1
(6_1)
(big3_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄᾱς''': [[αὔριον]] ἢ [[μεθαύριον]], γεν. τοῦ ἄα, = ἠώς, ὡς ὁ Ζηνόδ. ἀνεγίνωσκεν ἀντὶ ἠοῦς, ἐν Ἰλ. Θ. 470 (ὅρ. Σχολ. Ἑνετ.). Ἐν χρήσει παρὰ Βοιωτ. ὡς ἐπίρρ. Ἡσύχ.
|lstext='''ἄᾱς''': [[αὔριον]] ἢ [[μεθαύριον]], γεν. τοῦ ἄα, = ἠώς, ὡς ὁ Ζηνόδ. ἀνεγίνωσκεν ἀντὶ ἠοῦς, ἐν Ἰλ. Θ. 470 (ὅρ. Σχολ. Ἑνετ.). Ἐν χρήσει παρὰ Βοιωτ. ὡς ἐπίρρ. Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἄᾱς) gen. usado como adv. [[mañana]] o [[pasado mañana]] l. de Zenod. en lugar de ἠοῦς <i>Il</i>.8.470<br /><b class="num">•</b>beoc. según Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[ἄες]], [[ἠώς]] [[aurora]].
}}
}}