ἁδρέω: Difference between revisions

big3_1
(6_1)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁδρέω''': [[γίνομαι]] [[ἁδρός]], [[ἤτοι]] [[ὡριμάζω]], οἱ πρόσφατοι καὶ τελείως ἡδρηκότες, Διοσκ. 2. 107: ― παθ. τύποι: ἁδρεῖτο, ἁδρώμενον, (-ούμενον) παρ’ Ἡσύχ.
|lstext='''ἁδρέω''': [[γίνομαι]] [[ἁδρός]], [[ἤτοι]] [[ὡριμάζω]], οἱ πρόσφατοι καὶ τελείως ἡδρηκότες, Διοσκ. 2. 107: ― παθ. τύποι: ἁδρεῖτο, ἁδρώμενον, (-ούμενον) παρ’ Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[madurar]] πυροί Dsc.2.85, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἁδρός]].
}}
}}