δαιμονιόληπτος: Difference between revisions

big3_10
(6_17)
(big3_10)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονιόληπτος''': -ον, κατεχόμενος ὑπὸ διαβόλου, Ἐκκλ.· καὶ [[δαιμονόληπτος]], δαιμονοληψία.
|lstext='''δαιμονιόληπτος''': -ον, κατεχόμενος ὑπὸ διαβόλου, Ἐκκλ.· καὶ [[δαιμονόληπτος]], δαιμονοληψία.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[poseído por los espíritus]] δ. καὶ μαινόμενος Iust.Phil.1<i>Apol</i>.18.4.
}}
}}