δύσθραυστος: Difference between revisions

big3_12
(6_17)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσθραυστος''': -ον, ὁ δυσκόλως θραυόμενος, Διοσκ. 4. 143.
|lstext='''δύσθραυστος''': -ον, ὁ δυσκόλως θραυόμενος, Διοσκ. 4. 143.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de romper o partir]]de partes de plantas y de cartílagos, Dsc.1.4.1, 4.80, 154, Gal.3.919, Aët.2.196<br /><b class="num">•</b>[[difícil de triturar]] φρυγεῖσα κριθή Gal.6.509, ὅταν ὦσι χονδροὶ καὶ δύσθραυστοι (αἱ ἅλες) Gal.11.694, σκωρία μολύβδου Dsc.5.82, (λίθοι) Phlp.<i>in de An</i>.410.10.
}}
}}