ἐντιλάω: Difference between revisions

big3_15
(6_23)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντῑλάω''': Λατ. incacare, «τσιλίζω» ἐπί τινος, μαρίλης μοι συχνὴν ὁ [[λάρκος]] ἐνετίλησεν [[ὥσπερ]] [[σηπία]], ἐτσίλησεν [[ἐπάνω]] μου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 351.
|lstext='''ἐντῑλάω''': Λατ. incacare, «τσιλίζω» ἐπί τινος, μαρίλης μοι συχνὴν ὁ [[λάρκος]] ἐνετίλησεν [[ὥσπερ]] [[σηπία]], ἐτσίλησεν [[ἐπάνω]] μου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 351.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἐντῑλάω)<br />[[soltar]], [[evacuar encima]] c. juego de palabras ὑπὸ τοῦ δέους δὲ τῆς μαρίλης μοι συχνὴν ὁ λάρκος ἐνετίλησεν ὥσπερ σηπία de miedo el saco me soltó encima un montón de hollín, como una sepia</i> Ar.<i>Ach</i>.351.
}}
}}