ἀμνησίκακος: Difference between revisions

big3_3
(6_18)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμνησίκακος''': -ον, ὁ μὴ [[μνησίκακος]], ὁ μὴ φυλάττων [[πάθος]] ἐκδικήσεως, [[συγχωρητικός]], Νικ. Δαμασκ., Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -κως, ὁ αὐτ.
|lstext='''ἀμνησίκακος''': -ον, ὁ μὴ [[μνησίκακος]], ὁ μὴ φυλάττων [[πάθος]] ἐκδικήσεως, [[συγχωρητικός]], Νικ. Δαμασκ., Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -κως, ὁ αὐτ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que olvida las ofensas]], [[que perdona]] ἀκέραιοι ἦτε καὶ ἀμνησίκακοι εἰς [[ἀλλήλους]] 1<i>Ep.Clem</i>.2.5, ἀμνησίκακοι ... γενόμενοι κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν Clem.Al.<i>Strom</i>.7.14.84, cf. Herm.<i>Mand</i>.8.10<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la capacidad de perdonar]] Ph.2.75, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.14.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[perdonando]], [[habiendo perdonado]] D.S.31.8, 1<i>Ep.Clem</i>.62.2, Clem.Al.<i>Strom</i>.4.22.137.
}}
}}