3,273,446
edits
(6_22) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνθρυσκον''': τό, φυτὸν φέρον [[ἄνθος]] σκιαδωτόν, anthriscus, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 11· γράφεται δὲ [[ἔνθρυσκον]] ἐν Φερεκρ. «Μεταλλεῦσιν» 2· πρβλ. Schneid, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7.: - ὁ Σουΐδ. γράφει τὴν λέξιν δι’ οι καὶ ἑρμηνεύει: «ἄνθροισκα, ἄγρια λάχανα παραπλήσια ἀνήθοις, οἷα καὶ τὰ μάραθρα». | |lstext='''ἄνθρυσκον''': τό, φυτὸν φέρον [[ἄνθος]] σκιαδωτόν, anthriscus, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 11· γράφεται δὲ [[ἔνθρυσκον]] ἐν Φερεκρ. «Μεταλλεῦσιν» 2· πρβλ. Schneid, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7.: - ὁ Σουΐδ. γράφει τὴν λέξιν δι’ οι καὶ ἑρμηνεύει: «ἄνθροισκα, ἄγρια λάχανα παραπλήσια ἀνήθοις, οἷα καὶ τὰ μάραθρα». | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀνθρύσκος Hsch.α 4957; ἀνθρίσκιον Hsch.; ἀνθρίσκος Poll.6.106; [[ἔνθρυσκον]] Thphr.<i>HP</i> 7.7.1<br />bot. [[quijones]], [[peine de niño]], [[Scandix australis L.]], Sapph.96.14, Cratin.98.6, Pherecr.109, Thphr.l.c., Poll.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. derivado de la raíz de [[ἄνθος]]. | |||
}} | }} |