ἐκφρονέω: Difference between revisions

big3_14b
(6_6)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκφρονέω''': εἶμαι [[ἔκφρων]], [[πράττω]] ὡς [[ἔκφρων]], Δίων Κ. 55. 13˙ - «ἐκφρονήσειν γενικῇ, σημαίνει δὲ τὸ καταφρονῆσαι καὶ ἐναντία φρονῆσαι» κτλ. Α. Β. 141, 21.
|lstext='''ἐκφρονέω''': εἶμαι [[ἔκφρων]], [[πράττω]] ὡς [[ἔκφρων]], Δίων Κ. 55. 13˙ - «ἐκφρονήσειν γενικῇ, σημαίνει δὲ τὸ καταφρονῆσαι καὶ ἐναντία φρονῆσαι» κτλ. Α. Β. 141, 21.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[perder la cabeza]], [[trastornarse]] ἐκεῖνον ὑποπτεύσας πῇ ἐκφρονήσειν D.C.55.13.2, cf. 9.2.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[despreciar]], <i>AB</i> 141.
}}
}}