ἕνδυο: Difference between revisions

big3_14
(6_7)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕνδυο''': ἐπίρρ., ἕως οὗ νὰ εἴπῃ τις ἓν δύο, δηλ. [[ταχέως]], Μένανδρ. ἐν «’Εφεσίῳ» 4. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 61.
|lstext='''ἕνδυο''': ἐπίρρ., ἕως οὗ νὰ εἴπῃ τις ἓν δύο, δηλ. [[ταχέως]], Μένανδρ. ἐν «’Εφεσίῳ» 4. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 61.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> <i>diuissim</i> ἓν δύο Ael.<i>Ep</i>.9<br />adv. [[uno-dos]], e.e., [[rápidamente]], [[en un plisplas]] παρέσομαι γὰρ [[ἕνδυο]] Men.<i>Fr</i>.152.
}}
}}