εἰρωνεία: Difference between revisions

big3_13
(Bailly1_2)
(big3_13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’interroger en feignant l’ignorance, ironie socratique.<br />'''Étymologie:''' [[εἰρωνεύομαι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’interroger en feignant l’ignorance, ironie socratique.<br />'''Étymologie:''' [[εἰρωνεύομαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[disimulo]], [[ignorancia fingida]] frec. ref. a Sócrates, gener. en sent. neg. ἡ εἰωθυῖα εἰ. Σωκράτους Pl.<i>R</i>.337a, cf. Aristid.<i>Or</i>.28.83, καταφρονητικὸν γὰρ ἡ εἰ. Arist.<i>Rh</i>.1379<sup>b</sup>31, cf. Plu.<i>Tim</i>.15, τὴν διαφορὰν ἣν ἔχει ... κηδεμονικὴ νουθέτησις ἀρεσ[κούσης] μέν, ἐπιει[κ] ῶς δὲ [δ] ακνούσης ἅπαντας εἰρωνείας Phld.<i>Lib</i>.fr.26.9, εἰρωνείᾳ γὰρ ἐρώτησεν Rom.Mel.14.ιζʹ.6<br /><b class="num">•</b>juzgada positivamente, Luc.<i>Demon</i>.6, <i>DMort</i>.6.5<br /><b class="num">•</b>[[modestia fingida]] op. [[ἀλαζονεία]] ‘fanfarronería’ como ‘simulación exagerada’, Arist.<i>EN</i> 1108<sup>a</sup>22, cf. Basil.<i>Ep</i>.194<br /><b class="num">•</b>gener. [[disimulo]], [[fingimiento]], [[hipocresía]] ἡ μὲν οὖν εἰ. δόξειεν ἂν εἶναι ... προσποίησις ἐπὶ τὸ χεῖρον πράξεων καὶ λόγων Thphr.<i>Char</i>.1.1, οὐκ ἐπαληθεύων, σὺν εἰρωνείᾳ δὲ καταψευδόμενος Eus.<i>E.Th</i>.2.12 (p.114), de los ritos judíos τὴν τῆς περιτομῆς ἀλαζονείαν καὶ τὴν τῆς νηστείας ... εἰρωνείας <i>Ep.Diog</i>.4.1, ὢ τῆς εἰρωνείας· ... τὰς πράξεις [[αὐτοῦ]] τὰς ἀνοσίας παρ' ἐμοῦ βούλεται μανθάνειν Hld.1.11.2, cf. LXX 2<i>Ma</i>.13.3, Ph.1.479, 2.123, τίς ἂν ἐνέγκαι τὴν εἰρωνείαν τῶν λόγων ἀφορῶν εἰς τὴν ἐναντιότητα τῶν πραγμάτων; I.<i>BI</i> 4.279<br /><b class="num">•</b>[[simulación]] como [[pretexto]] o [[evasiva para evitar comprometerse]] οἱ δὲ τῶν πραγμάτων οὐ μένουσι καιροὶ τὴν ὑμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείαν D.4.37, cf. 7, <i>PSI</i> 452.23 (IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ironía]] esp. como figura ret. εἰ. μέν ἐστι τὸ διὰ τοῦ ἐναντίου τὸ ἐναντίον δηλῶν, μετά τινος ὑποκρίσεως Hsch., εἰ. δέ ἐστι λέγειν τι μὴ λέγειν προσποιούμενον ἢ τοῖς ἐναντίοις ὀνόμασι τὰ πράγματα προσαγορεύειν Anaximen.<i>Rh</i>.1434<sup>a</sup>17, cf. Arist.<i>Rh</i>.1419<sup>b</sup>8, Hermog.<i>Id</i>.2.8 (p.364), Demetr.<i>Eloc</i>.291, D.H.<i>Dem</i>.23.3, Plu.2.632d<br /><b class="num">•</b>gener., c. propósito de burla [[ironía]], [[sarcasmo]] τὴν εἰρωνείαν οὐ συνείς, ἀλλὰ νομίζων αὐτὴν τῷ ὄντι λέγειν Ach.Tat.6.12.1, τὰ περὶ τῆς Γαΐου θεοστυγίας αὐτῷ γραφέντα, ἃ μετὰ ἤθους καὶ εἰρωνείας «Περὶ ἀρετῶν» ἐπέγραψεν (ὁ Φίλων) Eus.<i>HE</i> 2.18.8.
}}
}}