ἐλαιοφόρος: Difference between revisions

big3_14b
(6_19)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαιοφόρος''': -ον, φέρων, παράγων ἐλαίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1178· ἐπὶ ἐδάφους [[ἔνθα]] τὰ ἐλαιόδενδρα παράγουσι πολὺν καρπόν, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4. 2) ἐλαιοφόρον [[ἀγγεῖον]], «λαδικόν», ῥοΐ, Γλωσσ.
|lstext='''ἐλαιοφόρος''': -ον, φέρων, παράγων ἐλαίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1178· ἐπὶ ἐδάφους [[ἔνθα]] τὰ ἐλαιόδενδρα παράγουσι πολὺν καρπόν, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4. 2) ἐλαιοφόρον [[ἀγγεῖον]], «λαδικόν», ῥοΐ, Γλωσσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de tierras [[que produce olivos]], [[olivarero]] ὄχθος E.<i>HF</i> 1178, ἡ λευκόγειος (γῆ) Thphr.<i>CP</i> 2.4.4, ἡ δὲ χώρα ἡ μὲν ἦν [[ἀμπελόφυτος]], ἡ δὲ ἐ. una parte de la tierra estaba plantada de vides, la otra de olivos</i> D.S.20.8, cf. D.H.1.37, de Galilea, I.<i>BI</i> 2.592, de Samaria, Cyr.Al.M.71.280D.<br /><b class="num">2</b> de una vasija [[repleta de aceite]] καμψάκη Cyr.Al.M.73.280D.<br /><b class="num">II</b> subst. (τὸ) ἐ. [[alcuza]], <i>Gloss</i>.2.294.
}}
}}