δακρύδιον: Difference between revisions

big3_10
(6_22)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δακρύδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ δάκρυ· ― παρὰ μεταγεν. ἰατρ., [[εἶδος]] καθαρτικοῦ κόμμεως, ὁ ὀπὸς τῆς σκαμμωνίας, [[κάθαρσις]] ἐκ τοῦ δακρυδίου Ἀλέξ. Τραλλ.
|lstext='''δακρύδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ δάκρυ· ― παρὰ μεταγεν. ἰατρ., [[εἶδος]] καθαρτικοῦ κόμμεως, ὁ ὀπὸς τῆς σκαμμωνίας, [[κάθαρσις]] ἐκ τοῦ δακρυδίου Ἀλέξ. Τραλλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />bot.<br /><b class="num">1</b> otro n. de la σκαμμωνία [[escamonea]], [[Convolvulus scammonia L.]], Ps.Dsc.4.170, Dsc.Lat.1.115, Alex.Trall.1.497.18, 531.19, <i>Gloss.Bot.Gr</i>.310.16.<br /><b class="num">2</b> [[jugo de la escamonea]] Steph.<i>in Hp.Aph</i>.2.218.1.
}}
}}