ἔνσχιστος: Difference between revisions

big3_15
(6_17)
(big3_15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνσχιστος''': -ον, ὁ ἐντὸς ἐσχισμένος, [[σχιστός]], θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 2.
|lstext='''ἔνσχιστος''': -ον, ὁ ἐντὸς ἐσχισμένος, [[σχιστός]], θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />bot. [[cortado]], [[abierto en dos]] τὰ τῆς [[ἐλάτης]] (ξύλα) para extraer la médula, Thphr.<i>CP</i> 5.17.2.
}}
}}