ἀνέμπληκτος: Difference between revisions

big3_4
(6_18)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέμπληκτος''': -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, [[ἀτρόμητος]]. - Ἐπιρρ. -τως ἐν Πλουτ. Γάλβ. 23· ἀλλ’ [[ἴσως]] ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] ἀνεκπλήκτως.
|lstext='''ἀνέμπληκτος''': -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, [[ἀτρόμητος]]. - Ἐπιρρ. -τως ἐν Πλουτ. Γάλβ. 23· ἀλλ’ [[ἴσως]] ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] ἀνεκπλήκτως.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[intrépido]] Sch.E.<i>Or</i>.1479.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[intrépidamente]] Plu.<i>Galb</i>.23 (ap. crít.).
}}
}}