ἀνοχλίζω: Difference between revisions

big3_4
(6_3)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοχλίζω''': «[[ἀναμοχλεύω]]» Ἡσύχ., «ἀνακινῶ» Εὐστ., δὴ τότ’ ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκοὺς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1167, Ὀππ. Ἁλ. 5. 128.
|lstext='''ἀνοχλίζω''': «[[ἀναμοχλεύω]]» Ἡσύχ., «ἀνακινῶ» Εὐστ., δὴ τότ’ ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκοὺς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1167, Ὀππ. Ἁλ. 5. 128.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[levantar]] ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούς A.R.1.1167, c. valor fact. οὐδὲ γὰρ αὐτή ... μιν ἀνοχλίζουσα θάλασσα ref. al mar en lucha contra un monstruo marino, Opp.<i>H</i>.5.128, ἀνοχλίζων Ἀίδης ὀρφναῖον ὀχῆα Nonn.<i>D</i>.36.202, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. τὸν τῆς διανοίας ὀφθαλμόν Cyr.Al.M.73.325C<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[servir de soporte]] Paul.Sil.<i>Ambo</i> 110.<br /><b class="num">2</b> [[echar fuera del camino]] οὐδ' [[ἄρα]] μιν τυτθόν περ ἀνώχλισαν ἀντιόωντες A.R.3.1298<br /><b class="num">•</b>[[arrancar de raíz]] τὸ λυποῦν ἀνοχλίζει ξύλον Cyr.Al.M.73.32A.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med. [[elevarse]] οὗτοι τῆς γῆς ἀνοχλίζονταί πως Cyr.Al.M.73.509A.
}}
}}