ἀμφίασις: Difference between revisions

big3_3
(6_8)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ἀμφιάζω]]) «ἀμφίασιν γυμνῶν ἀφείλου», [[ἔνδυμα]], [[περίβλημα]], [[περιβολή]], Ἑβδ. (Ἰώβ, κβ΄, 6, καὶ ἀλλ.): ὁ Ἡσύχιος ἑρμηνεύει «ἀμφίασιν, σκέπην».
|lstext='''ἀμφίᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ἀμφιάζω]]) «ἀμφίασιν γυμνῶν ἀφείλου», [[ἔνδυμα]], [[περίβλημα]], [[περιβολή]], Ἑβδ. (Ἰώβ, κβ΄, 6, καὶ ἀλλ.): ὁ Ἡσύχιος ἑρμηνεύει «ἀμφίασιν, σκέπην».
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[vestidura]] ἀμφίῶν ἀφείλου LXX <i>Ib</i>.22.6, λαμπρὰν ... ἀμφίασιν ἀμφείς Chrys.M.47.303<br /><b class="num">•</b>de un libro [[envoltura externa]], [[cubierta]] Sch.Hes.<i>Th</i>.201<br /><b class="num">•</b>fig. de la Virgen τῆς ἐμῆς γυμνότητος ἡ ἀ. Ephr.Syr.3.525D, ὁ κόσμος βέλτιον σχῆμα λαβὼν καὶ ἀ. Mac.Magn.<i>Apocr</i>.4.30.<br /><b class="num">2</b> [[acción de vestir]] χρήματα καὶ ἱμάτια εἰς διατροφήν καὶ ἀμφίασιν σοῦ Io.D.M.96.1024A, cf. <i>Cat.Cod.Astr</i>.5(3).90.
}}
}}