ἀνακτίζω: Difference between revisions

big3_4
(6_2)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακτίζω''': [[κτίζω]] ἐκ νέου, Στράβ. 403: - Παθ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8646 καὶ ἀλλ.
|lstext='''ἀνακτίζω''': [[κτίζω]] ἐκ νέου, Στράβ. 403: - Παθ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8646 καὶ ἀλλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[reconstruir]] πόλιν Str.9.2.5, τὴν πατρίδα D.Chr.2.79, τὰς (πόλεις) δὲ κατεστραμμένας ἀνακτίζων I.<i>BI</i> 1.165, τὸ τεῦχος (por τεῖχος) <i>SB</i> 7439.7 (VI a.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἀνεκτισμένην μοι οἰκίαν <i>PTeb</i>.1096.7 (II a.C.), ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος <i>IPh</i>.216 (VI a.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[recrear]], [[rehacer]] en lit. crist. el cuerpo tras la resurrección ἀνακτισθέντι ... τῷ σώματι Ast.Am.<i>Hom</i>.1.5.5, el alma, Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.93, ἀνακτίσασθε ἑαυτοὺς ἐν πίστει Ign.<i>Tr</i>.8.1.
}}
}}