ἀνεπικάλυπτος: Difference between revisions

big3_4
(6_18)
(big3_4)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπικάλυπτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπικεκαλυμμένος, Τζέτζ.: - Ἐπίρρ. -τως, Διόδ. 2. 21.
|lstext='''ἀνεπικάλυπτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπικεκαλυμμένος, Τζέτζ.: - Ἐπίρρ. -τως, Διόδ. 2. 21.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[abierto]] στόμα φρέατος ... ἀνεπικάλυπτον <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.64.21.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[abiertamente]], [[sin tapujos]] τὸ μὴ κωμῳδεῖν ἀ. τοὺς ἄρχοντας <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.386.9.
}}
}}