ἀπαιωρέομαι: Difference between revisions

big3_5
(6_20)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαιωρέομαι''': παθ. κρέμαμαι πρὸς τὰ [[κάτω]] ἀπό τινος μέρους, δράκοντε δοιὼ ἀπῃωρεῦντο, ἀπεκρέμαντο, Ἡσ. Ἀποσπ. 234· [[ἔνθεν]] ἀπαιωρέεται ἡ [[χείρ]], κρέμαται [[ἄνευ]] ὑποστηρίγματος καθ’ ἑκατέραν ἄκραν, ἐπὶ χειρὸς παθούσης [[κάταγμα]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 756, πρβλ. π. Ἄρθρ. 829· ἀπ. τινος ἤ τινι κρέμαμαι ἀπό τινος, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 1., 1. 6, 8. ΙΙΙ. μεταγεν. ὡς ἐνεργ. ἀπαιωρέω, ἀφίνω τι νὰ κρέμαται πρὸς τὰ [[κάτω]], πλοκάμους ἄκρας τῆς κεφαλῆς [[ἄχρι]] στέρνων αὐτῶν ἀπαιωρῶν Ἀλκίφρων 3. 55· κρυμῶ, Κλήμ., Ἀλ. 262.
|lstext='''ἀπαιωρέομαι''': παθ. κρέμαμαι πρὸς τὰ [[κάτω]] ἀπό τινος μέρους, δράκοντε δοιὼ ἀπῃωρεῦντο, ἀπεκρέμαντο, Ἡσ. Ἀποσπ. 234· [[ἔνθεν]] ἀπαιωρέεται ἡ [[χείρ]], κρέμαται [[ἄνευ]] ὑποστηρίγματος καθ’ ἑκατέραν ἄκραν, ἐπὶ χειρὸς παθούσης [[κάταγμα]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 756, πρβλ. π. Ἄρθρ. 829· ἀπ. τινος ἤ τινι κρέμαμαι ἀπό τινος, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 1., 1. 6, 8. ΙΙΙ. μεταγεν. ὡς ἐνεργ. ἀπαιωρέω, ἀφίνω τι νὰ κρέμαται πρὸς τὰ [[κάτω]], πλοκάμους ἄκρας τῆς κεφαλῆς [[ἄχρι]] στέρνων αὐτῶν ἀπαιωρῶν Ἀλκίφρων 3. 55· κρυμῶ, Κλήμ., Ἀλ. 262.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[colgar]], [[pender]] ἐπὶ δὲ ζώνῃσι δράκοντε δοιὼ ἀπῃωρεῦντο Hes.<i>Sc</i>.234, de un miembro fracturado, Hp.<i>Fract</i>.7, <i>Art</i>.63, ἔσται ... τοῦ λίνου τὸ μὲν ἔξω ἀπαιωρούμενον ἄκρον un extremo del hilo colgará al exterior</i> Meges en Orib.44.20.6, de unos racimos, I.<i>AI</i> 15.395<br /><b class="num">•</b>c. gen. de aquello de que se pende, de una fístula τοῦ δέρματος Antyll. en Orib.44.20.6, τῆς ὕλης ἡ κώμη Procop.Gaz.<i>Ecphr</i>.p.158b, de Faetonte πολλὸν τῆς γῆς ἀπαιωρούμενος suspendido (en su carro) muy lejos de la tierra</i> Luc.<i>Astr</i>.19.<br /><b class="num">2</b> [[ondear en el viento]] de los cabellos, Arr.<i>Tact</i>.34.4.<br /><b class="num">II</b> tard. act.<br /><b class="num">1</b> [[dejar caer]] las trenzas, Alciphr.3.19.4.<br /><b class="num">2</b> [[levantar]], [[sostener]] τὸ βαθὺ τοῦ ἐνδύματος ... ἀπῃώρει le llevaba la cola del vestido</i> I.<i>AI</i> 11.234.
}}
}}