ἀποκομάω: Difference between revisions

big3_6
(6_22)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκομάω''': χάνω, [[ἀποβάλλω]] τὴν κόμην μου, Λουκ. Λεξιφ. 5.
|lstext='''ἀποκομάω''': χάνω, [[ἀποβάλλω]] τὴν κόμην μου, Λουκ. Λεξιφ. 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[perder el pelo]] en perf. [[quedarse calvo]] c. ac. de rel. τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς Luc.<i>Lex</i>.5.
}}
}}