ἀποπνευματίζω: Difference between revisions

big3_6
(6_2)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπνευματίζω''': [[πέμπω]] πνοὴν ἔξω, καθ’ Ἡσύχ. «ἀποψύχειν, ἀποπατεῖν, ἀποπνευματίζεσθαι, ἀφοδεύειν», [[ὡσαύτως]], = [[ἀποπέρδομαι]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 891: - οὐσιαστ. ἀποπνευματισμός, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. πετραδεῖλαι, καὶ ἀποπνευμάτωσις, εως, ἡ, Εὐστ. 866. 18.
|lstext='''ἀποπνευματίζω''': [[πέμπω]] πνοὴν ἔξω, καθ’ Ἡσύχ. «ἀποψύχειν, ἀποπατεῖν, ἀποπνευματίζεσθαι, ἀφοδεύειν», [[ὡσαύτως]], = [[ἀποπέρδομαι]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 891: - οὐσιαστ. ἀποπνευματισμός, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. πετραδεῖλαι, καὶ ἀποπνευμάτωσις, εως, ἡ, Εὐστ. 866. 18.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[expirar]] Hsch.s.u. ἀπεψύχη.<br /><b class="num">2</b> [[echarse un aire]], [[peerse]] Sch.Ar.<i>Pax</i> 891.
}}
}}