αὐθύπαρκτος: Difference between revisions

big3_7
(6_17)
(big3_7)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθύπαρκτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, [[οὐσία]] ἐστὶ [[πρᾶγμα]] αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.
|lstext='''αὐθύπαρκτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, [[οὐσία]] ἐστὶ [[πρᾶγμα]] αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene existencia por sí mismo]] como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Anast.Ant.<i>Fid</i>.M.89.1401A, del alma, Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1495B<br /><b class="num">•</b>[[consustancial]] esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[consustancialmente]] αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. [[ἕνωσις]].
}}
}}