γυναικοπίπης: Difference between revisions

big3_10
(6_3)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γῠναικοπίπης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) ὁ μετ᾿ ἀσελγείας ἐμβλέπων εἰς γυναῖκας, Εὐστ. 851. 54· πρβλ. [[παρθενοπίπης]].
|lstext='''γῠναικοπίπης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) ὁ μετ᾿ ἀσελγείας ἐμβλέπων εἰς γυναῖκας, Εὐστ. 851. 54· πρβλ. [[παρθενοπίπης]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[que se come con los ojos a las mujeres]], [[mirón]] Eust.851.54, Sch.Hippon.131 (p.139).
}}
}}