δημοκόπος: Difference between revisions

big3_11
(Bailly1_1)
(big3_11)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui capte la faveur populaire, démagogue.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[κόπτω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui capte la faveur populaire, démagogue.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[κόπτω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[captador del favor popular]], [[demagogo]] ἀρέσαντες ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α] στευτικοῖς ἢ καὶ δημοκόποις Phld.<i>Adul</i>.5.4G., δ. καὶ πονηρός D.H.5.65, cf. 6.27, 7.15, τῶν δὲ δημοκόπων ἀνασειόντων τὰ πλήθη D.S.18.10, δ. καὶ [[δημηγόρος]] Ph.2.47, Διονύσιοι δημοκόποι Ph.2.520, γνώμη ... ἦν ... Τερεντίου δ', οἷα δημοκόπου App.<i>Hann</i>.18.
}}
}}