διαγυμνάζω: Difference between revisions

big3_11
(6_13b)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαγυμνάζω''': μέλλ. -άσω, [[γυμνάζω]], ἀσκῶ συνεχῶς, Πολύαιν. 6. 1. ― Μέσ., γυμνάζομαι συνεχῶς, Γαλην., Βυζ.
|lstext='''διαγυμνάζω''': μέλλ. -άσω, [[γυμνάζω]], ἀσκῶ συνεχῶς, Πολύαιν. 6. 1. ― Μέσ., γυμνάζομαι συνεχῶς, Γαλην., Βυζ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[ejercitar asiduamente]] τὸ σῶμα Polyaen.6.1.7<br /><b class="num">•</b>fig. [[ejercitar]], [[preparar]] ὅταν ... ὁ Θεὸς ... διαγυμνάζῃ τὴν Ἐκκλησίαν Cyr.Al.M.71.977C, τοὺς λόγους Cyr.Al.M.76.745A, cf. 72.28A.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med.-pas. [[ejercitarse]] c. ac. int. μὴ πολλὰ διαγυμνασάμενον Gal.5.907<br /><b class="num">•</b>fig. [[ejercitarse]], [[adiestrarse]] ταῦτα διαγεγυμνάσθαι estar ejercitado en esto</i> ref. a la experiencia médica, Hp.<i>Hum</i>.8, ἐβούλετο ... διαγυμνάζεσθαι τὴν τῶν μαθητῶν ψυχήν Thdr.Mops.<i>Mt</i>.86.<br /><b class="num">3</b> fig. [[discutir encarnizadamente]] sobre el n. de Cristo, Cyr.Al.<i>Nest</i>.1.7 (p.27).
}}
}}