διαμωκάομαι: Difference between revisions

big3_11
(6_1)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμωκάομαι''': [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ τινα, Δίων. Κ. 59. 25.
|lstext='''διαμωκάομαι''': [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ τινα, Δίων. Κ. 59. 25.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[burlarse de]], [[ridiculizar]] ῥητορικήν Phld.<i>Rh</i>.2.59, αὐτήν (τὴν βουλήν) D.C.59.25.4, διασύροντες καὶ διαμωκώμενοι ... αὐτούς Aristox.<i>Fr</i>.31, τὰ λεγόμενα Chrys.M.60.131, ἡμᾶς Chrys.M.63.122, cf. Iren.Lugd.<i>Haer</i>.4.20.12, glos. a διαμυλλαίνειν Hsch.<br /><b class="num">•</b>abs. [[adoptar un aire burlón]] Aristaenet.1.27.34<br /><b class="num">•</b>en v. act. <i>Et.Gud</i>.402.1S.
}}
}}