διάθραυστος: Difference between revisions

big3_11
(6_16)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάθραυστος''': -ον, εὐκόλως θραυόμενος, Θεόφρ. Λίθ. 11.
|lstext='''διάθραυστος''': -ον, εὐκόλως θραυόμενος, Θεόφρ. Λίθ. 11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que se rompe fácilmente]], [[frágil]]de ciertas piedras μαλακωτέρους καὶ διαθραύστους μᾶλλον Thphr.<i>Lap</i>.11.
}}
}}