δολοφονέω: Difference between revisions

big3_12
(Bailly1_2)
(big3_12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tuer par ruse, assassiner traîtreusement.<br />'''Étymologie:''' [[δολοφόνος]].
|btext=-ῶ :<br />tuer par ruse, assassiner traîtreusement.<br />'''Étymologie:''' [[δολοφόνος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[matar dolosamente]], [[matar a traición]], [[asesinar]] τοὺς δ' ἐν ... οἰκίαις Plb.32.5.11, Caín a Abel, Ph.1.205, τὸν μὲν ἐν κυνηγίᾳ Str.5.3.2, δ. ἐξ ἀπάτης Str.11.2.10, Ἐφιάλτην ... διὰ ζηλοτυπίαν Plu.<i>Per</i>.10, cf. Ph.1.412, I.<i>BI</i> 1.216, App.<i>Syr</i>.68, en v. pas. δολοφονηθεὶς ἐτελεύτησεν D.19.194, Διομήδους δολοφονηθέντος ὑπὸ τοῦ Αἰνέου Arist.<i>Mir</i>.836<sup>a</sup>16, cf. D.S.21.7, Plu.2.773b, Paus.8.24.10, D.C.39.14.3, Philostr.<i>Her</i>.64.18, [[Ἀσδρούβας]] ... δολοφονηθεὶς ... ὑπὸ τινος Κελτοῦ Plb.2.36.1, cf. 4.48.8, 5.40.6, οἱ δολοφονηθέντι ... μνῆμά ἐστι Paus.1.23.9, cf. Ph.2.543, [[Δαρεῖος]] ὑπὸ τῶν ἰδίων φίλων Anon.Hist. en <i>POxy</i>.12re.5.8, cf. <i>BGU</i> 388.1.23 (II/III d.C.).
}}
}}