δρώπτω: Difference between revisions

big3_12
(6_1)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρώπτω''': [[διακόπτω]] ἤ διασκοπῶ, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 272) παρ’ Ἡσύχ.· καὶ δρωπάζω ἀναφέρεται ἐν Α. Β. 549· πρβλ. [[δράω]], δρῶ (Β).
|lstext='''δρώπτω''': [[διακόπτω]] ἤ διασκοπῶ, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 272) παρ’ Ἡσύχ.· καὶ δρωπάζω ἀναφέρεται ἐν Α. Β. 549· πρβλ. [[δράω]], δρῶ (Β).
}}
{{DGE
|dgtxt=[[examinar]] A.<i>Fr</i>.278, cf. [[δρωπάζω]].<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Dud.: ¿cruce de [[δέρκομαι]] y ὄπωπα? ¿Deriv. de [[δρώψ]]?
}}
}}