3,274,919
edits
(6_16) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσόριστος''': -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5. | |lstext='''δυσόριστος''': -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que difícilmente adopta un límite impuesto]]op. εὐόριστος ref. a los sólidos, Arist.<i>GC</i> 329<sup>b</sup>32, cf. <i>Mete</i>.378<sup>b</sup>24, Simp.<i>in Ph</i>.481.32, del estilo de un orador, D.H.<i>Din</i>.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.<i>Or</i>.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ [[δαίμων]] Ath.Al.M.28.536B. | |||
}} | }} |