ἔκκροτος: Difference between revisions

big3_13
(6_16)
(big3_13)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκκροτος''': -ον, [[τραχύς]], [[συνθήκη]] τε αὐτῷ (τῷ Εὐνομίῳ) ἐκβεβιασμένη... καὶ [[ἔκκροτος]], ὡς ἀνάγκην [[εἶναι]] τῷ ἀναγινώσκοντι τὰ ἐκείνου τύπτειν σφοδρῶς τὸν ἀέρα τοῖς χείλεσι Φωτ. Βιβλ. σ. 97. 42: πρβλ. [[ὑπόκροτος]].
|lstext='''ἔκκροτος''': -ον, [[τραχύς]], [[συνθήκη]] τε αὐτῷ (τῷ Εὐνομίῳ) ἐκβεβιασμένη... καὶ [[ἔκκροτος]], ὡς ἀνάγκην [[εἶναι]] τῷ ἀναγινώσκοντι τὰ ἐκείνου τύπτειν σφοδρῶς τὸν ἀέρα τοῖς χείλεσι Φωτ. Βιβλ. σ. 97. 42: πρβλ. [[ὑπόκροτος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que golpea]], [[que choca]], [[duro]] ret. del estilo, Eun.Cyz. en Phot.<i>Bibl</i>.97a1.
}}
}}