ἐμπεδόκαρπος: Difference between revisions

big3_14
(6_19)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπεδόκαρπος''': -ον, ὡς τὸ [[ἀείκαρπος]], ὁ ἀεὶ φέρων καρπόν, Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 2· - ἐν Πλουτ. 2. 649C, 723D, [[ἐμπεδόφυλλος]], ἀλλὰ μόνον κατὰ λάθος ἐκ τοῦ συνωνύμου [[ἀείφυλλος]].
|lstext='''ἐμπεδόκαρπος''': -ον, ὡς τὸ [[ἀείκαρπος]], ὁ ἀεὶ φέρων καρπόν, Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 2· - ἐν Πλουτ. 2. 649C, 723D, [[ἐμπεδόφυλλος]], ἀλλὰ μόνον κατὰ λάθος ἐκ τοῦ συνωνύμου [[ἀείφυλλος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[siempre fructífero]]de árboles, Emp.B 77.
}}
}}