ἐναποσκήπτω: Difference between revisions

big3_14
(6_1)
(big3_14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναποσκήπτω''': [[ἀποσκήπτω]] ἔν τινι, [[ἐνσκήπτω]], [[ἐμπίπτω]]. Ὠριγέν. 3. σ. 474, Κασσ. Προβλ. 30.
|lstext='''ἐναποσκήπτω''': [[ἀποσκήπτω]] ἔν τινι, [[ἐνσκήπτω]], [[ἐμπίπτω]]. Ὠριγέν. 3. σ. 474, Κασσ. Προβλ. 30.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[hacer descender]], [[precipitar]] ὁ θεὸς ... Αἰγυπτίοις ἐναπέσκηψε τὴν νόσον I.<i>AI</i> 2.313.<br /><b class="num">2</b> intr. [[sobrevenir]], [[producirse]] ἐναποσκηπτούσης δὲ τῆς φλεγμονῆς Cass.<i>Pr</i>.30, τὸ σχῆμα τοῦ ἐναποσκήψαντος χυμοῦ Phlp.<i>in de An</i>.339.5, cf. Nil.<i>Narr</i>.5.17.
}}
}}