3,252,128
edits
(6_19) |
(big3_14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνεδρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐνεδρεύων, παγιδεύων, κακὰ μηχανώμενος, [[δόλιος]], Σύμμ. Βασιλ. Α΄, ΚΒ΄, 8, Πτολεμ. Τετράβ. 159 κλ. | |lstext='''ἐνεδρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐνεδρεύων, παγιδεύων, κακὰ μηχανώμενος, [[δόλιος]], Σύμμ. Βασιλ. Α΄, ΚΒ΄, 8, Πτολεμ. Τετράβ. 159 κλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[agazapado]], [[emboscado]] subst. οἱ ἐνεδρευταί [[tropa preparada para las emboscadas]], [[grupo de hombres emboscados]] οὐκ ἀγνοεῖς ... τίς ὁ κατάσκοπος, τίνες οἱ ἐνεδρευταί, τίνες οἱ σφενδονῆται Gr.Nyss.<i>Hom.in Eccl</i>.429.13, ἐνεδρευταὶ καὶ λῃσταὶ γῆν διενοχλοῦσι καὶ θάλασσαν Gr.Nyss.<i>Usur</i>.206.3, cf. glos. a λοχίτης, a ὁδοιδόκος, a ὁδουρός Hsch., glos. a κακοῦργοι Sud.<br /><b class="num">•</b>[[enemigo]] Sm.1<i>Re</i>.22.8.<br /><b class="num">2</b> [[intrigante]], [[insidioso]] ποιεῖ ... φιλοθορύβους, δολίους, ἐνεδρευτάς Ptol.<i>Tetr</i>.3.14.14, cf. Vett.Val.388.10, Heph.Astr.2.15.12<br /><b class="num">•</b>[[persona que tiende trampas]], [[acechador]] c. gen. ὦ πρεσβύται μιαροὶ ... σωφροσύνης ἐνεδρευταί Ast.Am.<i>Hom</i>.6.3.2. | |||
}} | }} |