ἐνισχυρίζομαι: Difference between revisions

big3_15
(6_14)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνισχῡρίζομαι''': μέσ., ἐρείδομαι, ἐπερείδομαί τινι, τούτῳ ἐνισχυριζόμεθα Δημ. 1082. 26.
|lstext='''ἐνισχῡρίζομαι''': μέσ., ἐρείδομαι, ἐπερείδομαί τινι, τούτῳ ἐνισχυριζόμεθα Δημ. 1082. 26.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[basar su fuerza o derechos]], [[hacerse fuerte en]] c. dat. οὐ μόνον τούτῳ ἐνισχυριζόμεθα no sólo basamos nuestros derechos en eso (el parentesco)</i>, D.44.8, τοῖς νόμοις D.44.16, cf. Sm.<i>Ps</i>.51.9<br /><b class="num">•</b>abs. [[tener fortaleza]] ἐνισχυρίζου ... καὶ μὴ πτοηθῇς <i>A.Andr.et Matt</i>.3.
}}
}}