ἑνοποιέω: Difference between revisions

big3_15
(6_20)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑνοποιέω''': συνενώνω εἰς ἕν, τί ποτ’ ἐστὶ τὸ ἑνοποιοῦν αὐτὰ Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 5, 15, Πολύβ. 8. 6, 11.
|lstext='''ἑνοποιέω''': συνενώνω εἰς ἕν, τί ποτ’ ἐστὶ τὸ ἑνοποιοῦν αὐτὰ Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 5, 15, Πολύβ. 8. 6, 11.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[combinar en uno]], [[hacer de varias cosas una sola]], [[unificar]] de abstr. y cosas, fil. τί ποτ' ἐστὶ τὸ ἑνοποιοῦν αὐτά (πάντα τὰ στοιχεῖα) Arist.<i>de An</i>.410<sup>b</sup>11, πέφυκε δὲ τὸ μὲν ἓν καὶ ἡ μονὰς ὁρίζειν ... καὶ ὅλως ἑνοποιεῖν Iambl.<i>in Nic</i>.78, cf. Dam.<i>in Prm</i>.391, en v. pas., Procl.<i>in Prm</i>.703<br /><b class="num">•</b>sent. fís. θεὸς ἐν κόσμῳ ... τὰ θρυπτόμενα ἑνοποιεῖ Heraclit.<i>Ep</i>.6, ὕδωρ ... ἑνοποιεῖ τὰ διῃρημένα Alex.Trall.2.239.8, en v. pas. γίνεται σχῆμα νεὼς καὶ κλίμακος ἑνοποιούμενον Andreas 1, cf. Plb.8.4.11<br /><b class="num">•</b>gram. ὠνόμασται δὲ σύνδεσμος ἀπὸ τοῦ ... ἑνοποιεῖν τοὺς ... ἀσυνδέτους λόγους Theodos.Gr.<i>Sp</i>.87.12<br /><b class="num">•</b>crist., de pers. y grupos, c. constr. de lugar, fig. o c. dat. [[unir]], [[reunir]] τὰ ... [[γένη]] ἑνοποιεῖν εἰς πίστιν reunir los pueblos en la fe</i> Clem.Al.<i>Ex.Thdot</i>.1, cf. Dion.Ar.<i>EH</i> 116.17, Seuerian.<i>Rom.Heb</i>.p.320.23, ἑαυτὸν ἑνοποιεῖ τῷ θείῳ χορῷ se hace uno con el coro divino</i> Clem.Al.<i>Strom</i>.7.7.49, en v. pas. Dion.Ar.<i>EH</i> 88.16.
}}
}}