ἐντατικός: Difference between revisions

big3_15
(6_10)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντᾰτικός''': -ή, -όν, [[ἐρεθιστικός]], [[διεγερτικός]], ἀφροσιδιακός, Matthaei Med. 10· στυτικὸς, τὸ [[πολύγονον]] [[βοτάνη]] ἐστὶν ἐν τῷ πίνεσθαι ἐντατικὴ Σχόλ, εἰς Νικ. Ἀλεξανδρ. 264. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἐντατικόν, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ ἐρεθιστικοῦ πρὸς συνουσίαν, = στατύριον τὸ [[ἐρυθρόνιον]] Διοσκ. 3. 134 (144).
|lstext='''ἐντᾰτικός''': -ή, -όν, [[ἐρεθιστικός]], [[διεγερτικός]], ἀφροσιδιακός, Matthaei Med. 10· στυτικὸς, τὸ [[πολύγονον]] [[βοτάνη]] ἐστὶν ἐν τῷ πίνεσθαι ἐντατικὴ Σχόλ, εἰς Νικ. Ἀλεξανδρ. 264. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἐντατικόν, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ ἐρεθιστικοῦ πρὸς συνουσίαν, = στατύριον τὸ [[ἐρυθρόνιον]] Διοσκ. 3. 134 (144).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic., de fármacos [[estimulante]], [[que produce la erección]], [[afrodisíaco]] ἐ. πρὸς συνουσίαν Xenocr.8, φάρμακα τὰ τῶν αἰδοίων ἐντατικά Gal.8.449, cf. 12.341, Ruf.<i>Sat.Gon</i>.19, Sch.Nic.<i>Al</i>.264b, ἐντατικαὶ δυνάμεις propiedades afrodisíacas</i> Paul.Aeg.7.3 (p.197)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐντατικόν [[afrodisíaco]] Aët.6.35, Paul.Aeg.3.18.5, <i>Hippiatr.Cant</i>.10 tít.<br /><b class="num">2</b> de anim. macho [[provisto de vigor sexual]] ἐντατικώτερον αὐτὸ (ζῶον) πρὸς τὴν μίξιν ποιεῖ <i>Gp</i>.19.5.4.<br /><b class="num">3</b> bot., subst. τὸ ἐ. planta no identificada del género de las liliáceas, quizá [[Fritillaria graeca L.]], o de las orquidáceas, quizá [[Serapias cordigera L.]], Ps.Dsc.3.128.
}}
}}