3,273,006
edits
(big3_10) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hdt.1.37, 8.26, Hp.<i>Aër</i>.16, 23<br /><b class="num">1</b> [[cobardía]], [[timidez]], [[pusilanimidad]] unido a otros términos sinón. o que indican tb. una carencia moral οὔτε τινὰ δειλίην ... οὔτε ἀθυμίην Hdt.l.c., κακότης καὶ δ. Th.5.100, δειλίαν ἢ μωρίαν S.<i>OT</i> 536, δειλίᾳ ... καὶ κακανδρίᾳ S.<i>Ai</i>.1014, δειλίαν ... καὶ κάκην E.<i>IT</i> 676, καὶ καθόλου ἀφροσύνης καὶ δειλίας καὶ ἄλλων οὐκ ὀλίγων κακιῶν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.21, cf. LXX 2<i>Ma</i>.3.24, 4<i>Ma</i>.6.20, Ph.1.19, 98, ὑπὸ δειλίας καὶ αἰσχύνης Luc.<i>Herm</i>.75, διὰ δειλίαν ἢ δοξοκοπίαν M.Ant.11.18, cf. Vett.Val.369.14<br /><b class="num">•</b>jur., como delito tipificado contra la patria ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενον veo un viejo que va a ser procesado por cobardía</i> Ar.<i>Ach</i>.1129, διώξομαί σε δειλίας te perseguiré (judicialmente) por cobardía</i> Ar.<i>Eq</i>.368, δειλίην ὦφλε πρὸς βασιλέως fue culpado de cobardía por el rey</i> Hdt.8.26, cf. E.<i>Heracl</i>.985, And.<i>Myst</i>.74, ἔνοχός ἐστι ... δειλίας Lys.14.5, cf. 14.7, αἰτίαν δὲ ἔχων δειλίας Philostr.<i>VS</i> 568, δειλίας φεύγων defendiéndose del cargo de cobardía</i> Philostr.<i>VS</i> 626, ἵνα μ[ὴ] ... δειλίας [[αἰτία]] ... ὑπολειφθῇ <i>PGiss</i>.40.2.11 (III d.C.), op. θρασύτης Pl.<i>Ti</i>.87a, op. [[ἀνδρεία]] Hp.ll.cc., Pl.<i>Lg</i>.648b, Ph.1.57, op. μέλλησις Plu.2.56c, a τόλμη I.<i>AI</i> 15.142, δοκοῖμεν ... διὰ δειλίαν ἀνέχεσθαι Th.1.122, κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφή[σ] ετε S.<i>Fr</i>.314.168, cf. 170, <i>Ai</i>.75, <i>El</i>.351, 1027, Ar.<i>Pl</i>.207, ὥστ' οὐκ ἀνεκτὸν δειλίας θανεῖν σ' ὕπο E.<i>HF</i> 289, πάσχειν μὲν οὐ θέλουσι τὰ δεινὰ διὰ δειλίαν D.Chr.11.10, δειλίαν ὀνειδίζων D.C.46.15.1, ἔρως ... δειλίας οὐκ ἀνέχεται Ach.Tat.2.4.5, οὔτε δ. ποτὲ τοὺς ἄνδρας ... κατέσχεν I.<i>BI</i> 3.42, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.217<br /><b class="num">•</b>en sent. crist. πνεῦμα δειλίας espíritu de timidez</i> op. πνεῦμα δυνάμεως ‘espíritu de fortaleza’, 2<i>Ep.Ti</i>.1.7.<br /><b class="num">2</b> [[temor]], [[espanto]], [[miedo]] c. gen. obj. θανάτου LXX <i>Ps</i>.54.5<br /><b class="num">•</b>abs. ἐπάξω δειλίαν εἰς τὴν καρδίαν infundiré espanto en el corazón</i> LXX <i>Le</i>.26.36, cf. Seuerian.<i>Cent</i>.29.5, ᾤμην νύκτωρ σοι μόνον τὴν δειλίαν ἐνοχλεῖν Hld.6.1.3, cf. 6.5.4, [[ἀφόρητος]] ... δ. Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.58.6.<br /><b class="num">3</b> [[desgracia]], [[sufrimiento]] op. εὐδαιμονία Procop.<i>Goth</i>.4.32.29.<br /><b class="num">4</b> [[debilidad]] dicho de la gula, Iul.<i>Or</i>.9.192b. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hdt.1.37, 8.26, Hp.<i>Aër</i>.16, 23<br /><b class="num">1</b> [[cobardía]], [[timidez]], [[pusilanimidad]] unido a otros términos sinón. o que indican tb. una carencia moral οὔτε τινὰ δειλίην ... οὔτε ἀθυμίην Hdt.l.c., κακότης καὶ δ. Th.5.100, δειλίαν ἢ μωρίαν S.<i>OT</i> 536, δειλίᾳ ... καὶ κακανδρίᾳ S.<i>Ai</i>.1014, δειλίαν ... καὶ κάκην E.<i>IT</i> 676, καὶ καθόλου ἀφροσύνης καὶ δειλίας καὶ ἄλλων οὐκ ὀλίγων κακιῶν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.21, cf. LXX 2<i>Ma</i>.3.24, 4<i>Ma</i>.6.20, Ph.1.19, 98, ὑπὸ δειλίας καὶ αἰσχύνης Luc.<i>Herm</i>.75, διὰ δειλίαν ἢ δοξοκοπίαν M.Ant.11.18, cf. Vett.Val.369.14<br /><b class="num">•</b>jur., como delito tipificado contra la patria ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενον veo un viejo que va a ser procesado por cobardía</i> Ar.<i>Ach</i>.1129, διώξομαί σε δειλίας te perseguiré (judicialmente) por cobardía</i> Ar.<i>Eq</i>.368, δειλίην ὦφλε πρὸς βασιλέως fue culpado de cobardía por el rey</i> Hdt.8.26, cf. E.<i>Heracl</i>.985, And.<i>Myst</i>.74, ἔνοχός ἐστι ... δειλίας Lys.14.5, cf. 14.7, αἰτίαν δὲ ἔχων δειλίας Philostr.<i>VS</i> 568, δειλίας φεύγων defendiéndose del cargo de cobardía</i> Philostr.<i>VS</i> 626, ἵνα μ[ὴ] ... δειλίας [[αἰτία]] ... ὑπολειφθῇ <i>PGiss</i>.40.2.11 (III d.C.), op. θρασύτης Pl.<i>Ti</i>.87a, op. [[ἀνδρεία]] Hp.ll.cc., Pl.<i>Lg</i>.648b, Ph.1.57, op. μέλλησις Plu.2.56c, a τόλμη I.<i>AI</i> 15.142, δοκοῖμεν ... διὰ δειλίαν ἀνέχεσθαι Th.1.122, κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφή[σ] ετε S.<i>Fr</i>.314.168, cf. 170, <i>Ai</i>.75, <i>El</i>.351, 1027, Ar.<i>Pl</i>.207, ὥστ' οὐκ ἀνεκτὸν δειλίας θανεῖν σ' ὕπο E.<i>HF</i> 289, πάσχειν μὲν οὐ θέλουσι τὰ δεινὰ διὰ δειλίαν D.Chr.11.10, δειλίαν ὀνειδίζων D.C.46.15.1, ἔρως ... δειλίας οὐκ ἀνέχεται Ach.Tat.2.4.5, οὔτε δ. ποτὲ τοὺς ἄνδρας ... κατέσχεν I.<i>BI</i> 3.42, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.217<br /><b class="num">•</b>en sent. crist. πνεῦμα δειλίας espíritu de timidez</i> op. πνεῦμα δυνάμεως ‘espíritu de fortaleza’, 2<i>Ep.Ti</i>.1.7.<br /><b class="num">2</b> [[temor]], [[espanto]], [[miedo]] c. gen. obj. θανάτου LXX <i>Ps</i>.54.5<br /><b class="num">•</b>abs. ἐπάξω δειλίαν εἰς τὴν καρδίαν infundiré espanto en el corazón</i> LXX <i>Le</i>.26.36, cf. Seuerian.<i>Cent</i>.29.5, ᾤμην νύκτωρ σοι μόνον τὴν δειλίαν ἐνοχλεῖν Hld.6.1.3, cf. 6.5.4, [[ἀφόρητος]] ... δ. Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.58.6.<br /><b class="num">3</b> [[desgracia]], [[sufrimiento]] op. εὐδαιμονία Procop.<i>Goth</i>.4.32.29.<br /><b class="num">4</b> [[debilidad]] dicho de la gula, Iul.<i>Or</i>.9.192b. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[δειλός]]; [[timidity]]: [[fear]]. | |||
}} | }} |