πολυεύσπλαγχνος: Difference between revisions

T22
(6_18)
 
(T22)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυεύσπλαγχνος''': -ον, πολὺ [[εὔσπλαγχνος]], Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 645Α.
|lstext='''πολυεύσπλαγχνος''': -ον, πολὺ [[εὔσπλαγχνος]], Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 645Α.
}}
{{Thayer
|txtha=([[πολύσπλαγχνος]]) πολυσπλαγχνον ([[πολύς]], and [[σπλάγχνον]] [[which]] [[see]]), [[full]] of [[pity]], [[very]] [[kind]]: חֶסֶד רַב, in the Sept. [[πολυέλεος]]. (Theod. Stud., p. 615.)
}}
}}