ψυχότροφον: Difference between revisions

47c
(6_21)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῡχότροφον''': τό, [[φυτόν]] τι τρεφόμενον καὶ αὐξανόμενον ἐν ψυχροτάτοις τόποις, τὸ ἄλλως [[κέστρον]] καλούμενον, «ὃ Ρωμαῖοι οὐετονικὸν καλοῦσι» (betonicam appellant) Διοσκ. 4. 1.
|lstext='''ψῡχότροφον''': τό, [[φυτόν]] τι τρεφόμενον καὶ αὐξανόμενον ἐν ψυχροτάτοις τόποις, τὸ ἄλλως [[κέστρον]] καλούμενον, «ὃ Ρωμαῖοι οὐετονικὸν καλοῦσι» (betonicam appellant) Διοσκ. 4. 1.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[φυτό]] [[κέστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῦχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])].
}}
}}