ψακάδιον: Difference between revisions

47c
(6_14)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψᾰκάδιον''': μεταγεν. [[ψεκάδιον]], τό, ὑποκορ. τοῦ [[ψακάς]], λεπτὴ [[βροχή]], «ψηχάλα», καὶ [[κοχλίας]] γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ’ ἂν Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3.
|lstext='''ψᾰκάδιον''': μεταγεν. [[ψεκάδιον]], τό, ὑποκορ. τοῦ [[ψακάς]], λεπτὴ [[βροχή]], «ψηχάλα», καὶ [[κοχλίας]] γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ’ ἂν Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3.
}}
{{grml
|mltxt=και μτγν. τ. [[ψεκάδιον]], τὸ, Α [[ψακάς]] / [[ψεκάς]], -[[άδος]]]<br /><b>υποκορ.</b> [[ψιχάλα]].
}}
}}